Κυριακή 22 Ιουνίου 2014
ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗ ΕΚΘΕΣΗ
Δείτε το βίντεο: Πώς να πιάσετε δουλειά
Κάθε ομάδα να επεξεργαστεί το δικό της φύλλο εργασίας:
ΟΜΑΔΑ Α΄
ΟΜΑΔΑ Β΄
ΟΜΑΔΑ Γ΄
ΟΜΑΔΑ Δ΄
ΟΜΑΔΑ Ε΄
ΟΜΑΔΑ ΣΤ΄
ΟΜΑΔΑ Ζ΄
ΟΜΑΔΑ Η΄
ΟΜΑΔΑ Θ΄
Σάββατο 14 Ιουνίου 2014
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ ΜΕ ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΘΕΣΗ
3η και 4η διδακτική ώρα
Και τώρα έχετε εσείς σειρά να δημιουργήσετε τη δική σας παράγραφο με σύγκριση και αντίθεση.
Δείτε το φύλλο εργασίας (κοινό για όλες τις ομάδες). Εδώ
Και τώρα έχετε εσείς σειρά να δημιουργήσετε τη δική σας παράγραφο με σύγκριση και αντίθεση.
Δείτε το φύλλο εργασίας (κοινό για όλες τις ομάδες). Εδώ
ΤΡΟΠΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ
ΦΥΛΛΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ:
Σάββατο 7 Ιουνίου 2014
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ
Τρίτη 13 Μαΐου 2014
Παρασκευή 9 Μαΐου 2014
Πέμπτη 24 Απριλίου 2014
ΝΑΥΑΓΙΑ, ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ
Ανδρέας Καρκαβίτσας, ¨Ναυάγια¨ (Λόγια Πλώρης)
Μόλις αράξαμε στη Στένη, ο καπετάν Ξυρίχης πήρε τη βάρκα κι έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δυο ημέρες τώρα δεν ήβρεσκε ησυχία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον «Αρχάγγελο», το μπάρκο του, που ήταν μέσα κυβερνήτης και γραμματικός τα δυο του αδέρφια. Δεν πρόφτασαν να καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και το ναύλο τους και τους χώρισε ο χιονιάς. Κατόρθωσε τέλος να ορθοπλωρίσει το δικό μας και ολάκερο ημερονύχτι θαλασσοδαρθήκαμε στ' ανοιχτά. Μα όταν μπήκε στο Βόσπορο, ρώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες· αλλά τίποτε δεν έμαθε για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Φυλάχτηκε πουθενά; Πρόφτασε να ορθοπλωρίσει κι εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; Κι αν τσακίστηκε το μπάρκο, σώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; Όλο τέτοια συλλογίζεται κι έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο έχει στην καρδιά.
'Οταν έφτασε στο τηλεγραφείο, ξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στον πόνο των αλλωνών. Κάτω στην αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος· γυναίκες, άντρες, παιδιά πρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους. Κι εκείνο σώριαζε με την ταρναριστή φωνή του ακατάπαυστα θλίψη. Ονόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στην αυλή θρήνοι ακούονταν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, φωτιά κυλούσε το δάκρυ.
Ο καπετάν Ξυρίχης δε μπορούσε να υποφέρει περισσότερο το βάσανο. Βιαζότανε να μάθει και τη δική του μοίρα. Έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο στη θυρίδα και ρώτησε με ολότρεμη φωνή:
- Για τον «Αρχάγγελο»... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα;
- Τίποτα· του απαντά ξερά ο τηλεγραφητής.
- Τίποτα! πώς είναι δυνατόν; ξαναρωτάει. «Αρχάγγελο» το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στο μεσανό κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο.
'Οταν έφτασε στο τηλεγραφείο, ξέχασε μια στιγμή τον πόνο του εμπρός στον πόνο των αλλωνών. Κάτω στην αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος· γυναίκες, άντρες, παιδιά πρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους. Κι εκείνο σώριαζε με την ταρναριστή φωνή του ακατάπαυστα θλίψη. Ονόμαζε πνιγμούς, μετρούσε θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, συνέπαιρνε χαρές κι ελπίδες σαν δρόλαπας. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στην αυλή θρήνοι ακούονταν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, φωτιά κυλούσε το δάκρυ.
Ο καπετάν Ξυρίχης δε μπορούσε να υποφέρει περισσότερο το βάσανο. Βιαζότανε να μάθει και τη δική του μοίρα. Έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο στη θυρίδα και ρώτησε με ολότρεμη φωνή:
- Για τον «Αρχάγγελο»... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα;
- Τίποτα· του απαντά ξερά ο τηλεγραφητής.
- Τίποτα! πώς είναι δυνατόν; ξαναρωτάει. «Αρχάγγελο» το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στο μεσανό κατάρτι κόφα. Σπετσιώτικο χτίσιμο.
Και κολλάει περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αυτιάζεται τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς, σαν δοντοχτύπημα κρυωμένου, η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του- έτοιμος να λιποθυμήσει. Μα δεν την παρατά τη θέση του. Τέλος σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκοιτάζει μια στιγμή και λέει με φωνή αδιάφορη:
- Ναι ...«Αρχάγγελος». Χάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης. Κόπηκε στα δυο· η πρύμνη του ρίχτηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είναι ζωντανά.
- Ζωντανά! Αναστυλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του.
- Τα ονόματα; λέει με φωνή σαν χάδι· δεν μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματα;
- Πέτρος και Γιάννης. Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης είναι τ' αδέρφια του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο. Ζωντανά εκείνα, θρύμματα το ολοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ο θεός! Φτιάνουν άλλο μεγαλύτερο και ομορφότερο. Φιλεύει ανοιχτόκαρδος πέντε πούρα τον υπάλληλο· δίνει ένα μετζίτι κέρασμα στον υπηρέτη· παρηγορεί γλυκομίλητος τα θλιμμένα πρόσωπα: - Δεν είναι τίποτα· όλοι καλά είναι· όλα καλά!
- Ποιας ηλικίας τάχα να είναι τα παιδιά; ρωτάει πάλι. Ο υπάλληλος σκουντουφλιάζει· μα τον παρασκότισε! Γύρω ακούονται φωνές· ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν του φτάνει; Είναι κι άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς τους. Ας μάθουν κι εκείνοι κατιτί! Μα εκείνος δεν αφήνει τη θέση του.
- Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά.
- Δέκα δώδεκα χρονών. Πάλι απελπισία. Τ' αδέρφια του δεν είναι τόσο μικρά. Είναι από είκοσι πέντε κι απάνω. Σκουντούφλης κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από κει μ' έν' άλογο φτάνει στον Αϊ-Γιώργη, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν. Ο ήλιος παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιο ουρανό. Η θάλασσα λίμνη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα. Η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Μα - η ακρογιαλιά μοιάζει με νεκροταφείο. Κάθε βράχος και νεκροκρέβατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά, δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, άδεια καύκαλα, τρίχες χωμένες στις σκισμάδες, μυαλά στουπιασμένα στην πέτρα. Ένα τρεχαντηράκι ομορφοφτιασμένο, άγγελος, πρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λες κι αρμένιζε ανάερα. Και όμως ήταν καρφωμένο στο βράχο, σφιλιασμένο τόσο καλά στην πέτρα, που ουδέ νερό ουδ' άνεμος μπορούσε να περάσει. Κι ένα σκυλί στην πρύμνη δεμένο γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε την αλυσίδα του και το νερό κοιτάζοντας αλύχταγε, κι αλύχταγε, σαν να το έβριζε, που χάλασε τ' ομορφοκάραβο.
Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα βρέθηκε μπρος στο μπάρκο του. Έπρεπε να είναι δικό του ξύλο, για να το γνωρίσει. Ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε σκαφίδι απόμενε πλια. Μονάχα η πρύμνη του, κι εκείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή, άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες. Κι ακόμη γύρωθέ της άλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει το ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει τους ναύτες πέρα δώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα απάνω στα κοτρόνια, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιχνίδι του νερού, δαρμός και φτύμα του. Κι απάνω στα τουμπανιασμένα κουφάρια, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα τα όρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα και στον κρότο του πέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενοχλούσε στο πλούσιο φαγοπότι.
Αρχίζει τώρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο. Εκείνα τα κουφάρια δείχνουν πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του. Θέλει να δράμει,να ψάξει ολούθε, μα δεν τολμά. Κάτι μέσα του τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει στ' αχνάρια τους. Τέλος πάει και ψαχουλεύει. Βρίσκει ασούσουμα και τ' αδέρφια του. Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο, το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το 'λεγε η ψυχή, βέβαια δε θα τα γνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισε. Και τότε τα μάτια του στέρεψαν ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται να πέφτει με ορμή, που λες τρόμαξε και πισωπάτησε εκείνη φοβισμένη.
Έπειτα σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του. Χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήσει· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στ' αυτί, θες παρηγοριά, θες μακρινήν υπόσχεση. Έπειτα με το λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μια ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα το ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, κύλησε επάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κι έφτασε στα θεραπεία. Βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο του.
- Έτοιμα; ρωτά το γραμματικό.
- Έτοιμα.
- Βίρα άγκουρα!
Ο καπετάν Ξυρίχης, αμίλητος, έπιασε τη θέση του στο κάσαρο κι εξακολουθήσαμε το ταξίδι.
Στένη: λιμάνι στο Νότιο Βόσπορο.
Μπουγάζι: στενό θαλασσινό πέρασμα (δίαυλος).
μπάρκο: ιστιοφόρο, το κατάρτι του οποίου έχει σταυρωτές κεραίες.
δρόλαπας: άνεμος με δυνατή βροχή.
κόφα: η θωράκιση του πλοίου στο κεντρικό κατάρτι, όπου στέκεται ο παρατηρητής.
Ρούμελη: η ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου.
μετζίτι: τουρκικό νόμισμα.
Θεραπειά: προάστιο της Κωνσταντινούπολης στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου.
ομπρίζω: σκοτεινιάζω.
χάλαρα: ερείπια, συντρίμμια, ξεβράσματα της θάλασσας.
ποδόσταμο: ξύλινο ή σιδερένιο στήριγμα τιμονιού.
σωτρόπι: γερό κομμάτι ξύλου στο εσωτερικό μέρος της καρίνας του πλοίου.
συψαλιασμένος: κομματιασμένος.
λάζο: μικρό μαχαίρι.
- Ναι ...«Αρχάγγελος». Χάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης. Κόπηκε στα δυο· η πρύμνη του ρίχτηκε στους βράχους με δυο παιδιά μέσα... Τα παιδιά είναι ζωντανά.
- Ζωντανά! Αναστυλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του.
- Τα ονόματα; λέει με φωνή σαν χάδι· δεν μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματα;
- Πέτρος και Γιάννης. Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης είναι τ' αδέρφια του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο. Ζωντανά εκείνα, θρύμματα το ολοκαίνουργο σκαφίδι! Πάλι δόξα σοι ο θεός! Φτιάνουν άλλο μεγαλύτερο και ομορφότερο. Φιλεύει ανοιχτόκαρδος πέντε πούρα τον υπάλληλο· δίνει ένα μετζίτι κέρασμα στον υπηρέτη· παρηγορεί γλυκομίλητος τα θλιμμένα πρόσωπα: - Δεν είναι τίποτα· όλοι καλά είναι· όλα καλά!
- Ποιας ηλικίας τάχα να είναι τα παιδιά; ρωτάει πάλι. Ο υπάλληλος σκουντουφλιάζει· μα τον παρασκότισε! Γύρω ακούονται φωνές· ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον θέλουν να τον βγάλουν από τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν του φτάνει; Είναι κι άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς τους. Ας μάθουν κι εκείνοι κατιτί! Μα εκείνος δεν αφήνει τη θέση του.
- Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά.
- Δέκα δώδεκα χρονών. Πάλι απελπισία. Τ' αδέρφια του δεν είναι τόσο μικρά. Είναι από είκοσι πέντε κι απάνω. Σκουντούφλης κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από κει μ' έν' άλογο φτάνει στον Αϊ-Γιώργη, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν. Ο ήλιος παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιο ουρανό. Η θάλασσα λίμνη απλώνεται ως τα ουρανοθέμελα. Η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Μα - η ακρογιαλιά μοιάζει με νεκροταφείο. Κάθε βράχος και νεκροκρέβατο. Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά, δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, άδεια καύκαλα, τρίχες χωμένες στις σκισμάδες, μυαλά στουπιασμένα στην πέτρα. Ένα τρεχαντηράκι ομορφοφτιασμένο, άγγελος, πρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λες κι αρμένιζε ανάερα. Και όμως ήταν καρφωμένο στο βράχο, σφιλιασμένο τόσο καλά στην πέτρα, που ουδέ νερό ουδ' άνεμος μπορούσε να περάσει. Κι ένα σκυλί στην πρύμνη δεμένο γύριζε μάτια φωτιές, δάγκωνε την αλυσίδα του και το νερό κοιτάζοντας αλύχταγε, κι αλύχταγε, σαν να το έβριζε, που χάλασε τ' ομορφοκάραβο.
Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα βρέθηκε μπρος στο μπάρκο του. Έπρεπε να είναι δικό του ξύλο, για να το γνωρίσει. Ούτε κατάρτια ούτε πανιά ούτε σκαφίδι απόμενε πλια. Μονάχα η πρύμνη του, κι εκείνη ξεσκλισμένη, κρατιότανε σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή, άλλα ξύλα σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες. Κι ακόμη γύρωθέ της άλλη πικρότερη συνοδεία! Βλέπει το ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει τους ναύτες πέρα δώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα απάνω στα κοτρόνια, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιχνίδι του νερού, δαρμός και φτύμα του. Κι απάνω στα τουμπανιασμένα κουφάρια, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα τα όρνια καλοκαθισμένα βύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα και στον κρότο του πέταξαν κράζοντας, σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενοχλούσε στο πλούσιο φαγοπότι.
Αρχίζει τώρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο. Εκείνα τα κουφάρια δείχνουν πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του. Θέλει να δράμει,να ψάξει ολούθε, μα δεν τολμά. Κάτι μέσα του τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει στ' αχνάρια τους. Τέλος πάει και ψαχουλεύει. Βρίσκει ασούσουμα και τ' αδέρφια του. Το ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο, το άλλο έχει και τα δυο πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το 'λεγε η ψυχή, βέβαια δε θα τα γνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το είπε και τα καλογνώρισε. Και τότε τα μάτια του στέρεψαν ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνον κοιτάζουν πεισμωμένα. Άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται να πέφτει με ορμή, που λες τρόμαξε και πισωπάτησε εκείνη φοβισμένη.
Έπειτα σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του. Χαϊδεύει τους τα χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήσει· κάτι τους ψιθυρίζει μυστικά στ' αυτί, θες παρηγοριά, θες μακρινήν υπόσχεση. Έπειτα με το λάζο αρχίζει και σκάφτει τον τάφο τους. Παιδεύτηκε κάπου μια ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα το ναύκληρο, κατόπιν τους ναύτες, κύλησε επάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη στράτα του κι έφτασε στα θεραπεία. Βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι στο μπάρκο του.
- Έτοιμα; ρωτά το γραμματικό.
- Έτοιμα.
- Βίρα άγκουρα!
Ο καπετάν Ξυρίχης, αμίλητος, έπιασε τη θέση του στο κάσαρο κι εξακολουθήσαμε το ταξίδι.
Στένη: λιμάνι στο Νότιο Βόσπορο.
Μπουγάζι: στενό θαλασσινό πέρασμα (δίαυλος).
μπάρκο: ιστιοφόρο, το κατάρτι του οποίου έχει σταυρωτές κεραίες.
δρόλαπας: άνεμος με δυνατή βροχή.
κόφα: η θωράκιση του πλοίου στο κεντρικό κατάρτι, όπου στέκεται ο παρατηρητής.
Ρούμελη: η ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου.
μετζίτι: τουρκικό νόμισμα.
Θεραπειά: προάστιο της Κωνσταντινούπολης στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου.
ομπρίζω: σκοτεινιάζω.
χάλαρα: ερείπια, συντρίμμια, ξεβράσματα της θάλασσας.
ποδόσταμο: ξύλινο ή σιδερένιο στήριγμα τιμονιού.
σωτρόπι: γερό κομμάτι ξύλου στο εσωτερικό μέρος της καρίνας του πλοίου.
συψαλιασμένος: κομματιασμένος.
λάζο: μικρό μαχαίρι.
Φύλλα
Εργασίας
§ Ολομέλεια
της τάξης (1η και 2η διδακτική ώρα)
1. Αφού μεταφέρετε το κείμενο σε Πρόγραμμα
Επεξεργασίας Κειμένου, με μορφή σχολίου να δώσετε τους πλαγιότιτλους του
κειμένου στα σημεία που να υποδεικνύουν την εξέλιξη της πλοκής.
2. Με βάση τους πλαγιότιτλους να συγγράψετε ένα άρθρο
που θα δημοσιευόταν σε εφημερίδα εκείνης της εποχής με θέμα το ναυάγιο.
Οι εργασίες να αποθηκευτούν στον κοινό φάκελο
¨Λογοτεχνία¨ στην επιφάνεια εργασίας.
Ο υπεύθυνος παρουσίασης κάθε ομάδας θα παρουσιάσει τις εργασίες της ομάδας του.
Ο υπεύθυνος παρουσίασης κάθε ομάδας θα παρουσιάσει τις εργασίες της ομάδας του.
§ Ομάδα Α΄(3η και 4η διδακτική ώρα)
1. Να χρωματίσετε τις λέξεις – φράσεις που δείχνουν τα
συναισθήματα του Καπετάν Ξυρίχη και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του. Η εργασία
να αποθηκευτεί στο φάκελο ¨Λογοτεχνία¨ στην επιφάνεια εργασίας.
2. Τα διηγήματα του Ανδρέα Καρκαβίτσα έχουν ηθογραφικό
χαρακτήρα. Αφού διαβάσετε σχετικά με το ηθογραφικό διήγημα να πείτε αν επιβεβαιώνεται η άποψη αυτή μέσα στο συγκεκριμένο διήγημα.
Τα αποτελέσματά σας να παρουσιαστούν, στην Ολομέλεια της τάξης σε μορφή
παρουσίασης.
3. Να αναζητήσετε στο διαδίκτυο άλλα κείμενα στη
Νεοελληνική Λογοτεχνία με ίδιο θέμα και να τα παρουσιάσετε μαζί με την
προηγούμενη δραστηριότητα.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών θα παρουσιάσετε (5η και 6η διδακτική ώρα) τα
αποτελέσματά σας στην Ολομέλεια της τάξης και θα γίνει ανάρτηση των εργασιών
στο ιστολόγιο της τάξης.
§ Ομάδα Β΄(3η και 4η διδακτική ώρα)
1. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μικροπερίοδες προτάσεις,
την εκφραστική λιτότητα και τη συχνή χρήση του ρήματος. Δώστε από ένα
παράδειγμα χρωματίζοντας με πράσινο, κίτρινο και γαλάζιο αντίστοιχα. Και τι
νομίζετε ότι πετυχαίνει; Η εργασία να αποθηκευτεί στο φάκελο ¨Λογοτεχνία¨ στην
επιφάνεια εργασίας.
2. Σε μορφή παρουσίασης να παρουσιάσετε τις αντιθέσεις
πάνω στις οποίες βασίζεται το διήγημα.
3. Να υποθέσετε ότι είστε ο καπετάν Ξυρίχης και να
γράψετε σελίδες του ημερολογίου του με βάση το κείμενο. Να παρουσιαστεί σε
μορφή παρουσίασης.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών θα παρουσιάσετε (5η και 6η διδακτική ώρα) τα
αποτελέσματά σας στην Ολομέλεια της τάξης και θα γίνει ανάρτηση των εργασιών
στο ιστολόγιο της τάξης.
§ Ομάδα Γ΄(3η και 4η διδακτική ώρα)
1. Να χρωματίσετε ενδεικτικά από ένα παράδειγμα για
καθέναν από τους παρακάτω αφηγηματικούς τρόπους που χρησιμοποιούνται στο
διήγημα: αφήγηση (γαλάζιο), περιγραφή (κίτρινο), διάλογο (πράσινο). Η εργασία
να αποθηκευτεί στο φάκελο ¨Λογοτεχνία¨ στην επιφάνεια εργασίας.
2. Αφού διαβάσετε το κείμενο ¨Σοροκάδα¨
του Νίκου Κάσδαγλη να το συγκρίνετε με το κείμενο ¨Ναυάγια¨ του Ανδρέα
Καρκαβίτσα, να βρείτε ομοιότητες και διαφορές και να τις παρουσιάσετε σε μορφή
παρουσίασης.
3. Να αναζητήσετε στο διαδίκτυο έργα ζωγραφικής που να
απεικονίζουν ναυάγια ή θαλασσοδαρμένα καράβια και να εμπλουτίσετε μ’ αυτά την
παρουσίαση της δεύτερης δραστηριότητας.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών θα παρουσιάσετε (5η και 6η διδακτική ώρα) τα αποτελέσματά σας στην Ολομέλεια της τάξης και θα γίνει ανάρτηση των εργασιών στο ιστολόγιο της τάξης.
§ Ομάδα Δ΄(3η και 4η διδακτική ώρα)
1. Να βρείτε στο διήγημα και να χρωματίσετε τις μεταφορές
(πράσινο), τις παρομοιώσεις (κίτρινο) και τις προσωποποιήσεις (γαλάζιο). Η
εργασία να αποθηκευτεί στο φάκελο ¨Λογοτεχνία¨ στην επιφάνεια εργασίας.
2. Να αναφερθείτε στο χώρο και στο χρόνο του
διηγήματος καθώς και στο ρόλο του αφηγητή. Να παρουσιάσετε τα αποτελέσματά σας σε
μορφή παρουσίασης.
3. Με αφορμή το «Ναυάγιο» του Ανδρέα Καρκαβίτσα σε
μορφή παρουσίασης να αναφερθείτε σε ναυάγια στη σημερινή εποχή. Επίσης να
αναφερθείτε στη ζωή των ναυτικών. Διαβάστε ως αφόρμηση και το ποίημα του Κώστα
Ουράνη, «Τους
ναυτικούς τους γέρους συλλογίζουμαι….».
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών θα παρουσιάσετε (5η και 6η διδακτική ώρα) τα
αποτελέσματά σας στην Ολομέλεια της τάξης και θα γίνει ανάρτηση των εργασιών
στο ιστολόγιο της τάξης.ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΑ ΝΑΥΑΓΙΑ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)